- ἐλλιμενιστής
- ἐλλιμενιστήςfarmer of harbour-duesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελλιμενιστής — ἐλλιμενιστής, ο (Α) εισπράκτορας λιμενικών φόρων … Dictionary of Greek
ἐλλιμενισταῖς — ἐλλιμενιστής farmer of harbour dues masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιμενισταί — ἐλλιμενιστής farmer of harbour dues masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)